θεατριστής

θεατριστής
θεατριστής
stageplayer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεατριστής — θεατριστής, ὁ (Α) [θεατρίζομαι] (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) ηθοποιός, υποκριτής …   Dictionary of Greek

  • θεατριστικός — θεατριστικός, ή, όν (Μ) [θεατριστής] επιδεικτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”